Μπαίνουμε στο Seabus από το Waterfront Station στο Downtown και βάζουμε πλώρη για απέναντι.
Αφήνουμε πίσω τους ουρανοξύστες και το συνεδριακό κέντρο - καράβι που φαίνεται στα αριστερά. Το κρύο είναι τσουχτερό και ο ουρανός μουστρούφης.
Με τον αέρα να μας σπρώχνει, κατευθυνόμαστε, από την αποβάθρα και τα καλοσωρίσματα, στη σκεπαστή αγορά Lonsdale Quay.
Ονειρεύομαι ένα ζεστό καφέ εκεί μέσα ... Με το όνειρο έμεινα όλη μέρα.
Στο ισόγειο βρίσκονται τα φρέσκα τρόφιμα και λαχανικά (καθώς και οι καφέδες), στον πρώτο όροφο, από όπου η πανοραμική θέα, τα μαγαζιά και παραπάνω το αίθριο. Σε μια πόλη με τόσο βαρύ χειμώνα όλα είναι σκεπαστά ή υπόγεια.
Φρουτοσαλατομπάρ με ένα σωρό φρούτα έτοιμα για κατανάλωση.
Αυτά θα έπρεπε να τρώνε ορισμένοι και όχι να έχουν το νου τους στους καφέδες.
Φιλέτα φρέσκων ψαριών του Ειρηνικού. Από την προθήκη στην ψηστιέρα.
Είχα κι αυτόν τον φουκαριάρη να μου σπαράζει την καρδιά όλη μέρα.
Μέχρι να φύγουμε πηγαινοερχόμουν να βλέπω αν τον αγόρασε κανείς.
Πήραμε το λεωφορείο της γραμμής για να πάμε εκεί που είχε προ-σχεδιάσει ο εκλεγμένος (με δημοκρατικές διαδικασίες) αρχηγός της εκδρομής.
Είναι η βδομάδα του Halloween και τα σπίτια είναι στολισμένα με κολοκύθες και φαντασματάκια. Η διαδρομή με το λεωφορείο είναι όμορφη. Περνάμε από γειτονιές με μονοκατοικίες και περιποιημένους κήπους.
Η πρώτη στάση μας είναι για να πάρουμε το τελεφερίκ για το βουνό Grouse Mountain.
Το Βανκούβερ φημίζεται ως η πόλη που μπορείς την ίδια μέρα να κάνεις σκι, να κολυμπήσεις στον ωκεανό και να παίξεις γκολφ.
Οι υποδομές του βουνού είναι πολλές και για όλα τα γούστα. Ο καιρός όμως δεν ήταν σύμμαχος μας. Βαριά σύννεφα έκρυβαν την κορυφή του βουνού, το κρύο ήταν τσουχτερό και το εισιτήριο του τελεφερίκ ομοίως. Είπαμε να το αφήσουμε για την επόμενη φορά μια και η θέα της πόλης και του ωκεανού δε θα ήταν η αναμενόμενη.
Ξαναγυρίζουμε στη στάση του λεωφορείου για να συνεχίσουμε την εκδρομή.
Το τοπίο γύρω μας είναι καταπράσινο και πολύ περιποιημένο. Το ανθρώπινο χέρι έχει φροντίσει να είναι όλα καθαρά και σε αρμονία με το μάτι.
Εκείνο που στη χώρα μας βλέπω να γίνεται διεκπεραιωτικά, με εμφανή δυσανασχέτηση, γρήγορα και τσαπατσούλικα για να τελειώνει και να ακολουθήσει μια παρατεταμένη ξεκούραση, εδώ θεωρείται αυτονόητο να γίνει σωστά, με αληθινή και όχι αληθοφανή φροντίδα και, γιατί όχι, με αγάπη.
Το τελεφερίκ ξεπροβάλλει για να πάρει τους λίγους ταξιδιώτες για την κορυφή. Είναι κυρίως παπούδες και γιαγιάδες με εγγόνια προσχολικής ηλικίας που τα πάνε επάνω για να παίξουν. Επωφελούνται από τα μειωμένα εισιτήρια του κράτους για τους άνω των 65 και τις κάρτες για συχνές αναβάσεις στο χώρο αναψυχής του βουνού, που ισχύουν για τους κατοίκους της πόλης.
Όλα είναι σχεδιασμένα στην πόλη για να μπορεί ο καθένας να απολαμβάνει τη φύση εύκολα και γρήγορα. Το κράτος έχει κάνει, με τα μέσα που διαθέτει, τον κάθε κάτοικο αυτάρκη, έτσι ώστε να έχει εύκολη πρόσβαση σε όλα τα μέρη είτε είναι υγιής είτε άτομο με ειδικές ανάγκες.
Το τελεφερίκ συνεχίζει το ταξίδι του κι εμείς παίρνουμε το λεωφορείο για την κρεμαστή γέφυρα. Βιαζόμαστε λίγο γιατί η ώρα έχει περάσει και το σούρουπο καταφθάνει. Το κρύο χειροτερεύει και ο αρχηγός διατείνεται ότι η γέφυρα κλείνει όταν ο καιρός χαλάει. Τα δύο μέλη της παρέας σκύβουν πειθήνια το κεφάλι στον αρχηγό και ακολουθούν.
Βρισκόμαστε στην είσοδο και ακόμη δεν ξέρω περί τίνος πρόκειται.
Το ταξίδι αυτό ήταν ένα από τα λίγα που δεν είχα ιδίαν απόψη για την οργάνωση του. Τα άφησα όλα, εσκεμμένα, στον αρχηγό και αποφάσισα να μην κουράσω τον εγκέφαλο μου με λεπτομέρειες.
Η φθινοπωρινή διακόσμηση για το Halloween ξεκινάει από τα εκδοτήρια, την είσοδο και επεκτείνεται σε όλο το χώρο πριν από τη γέφυρα. Τα γελαστά κουκλάκια από χόρτο μου αρέσουν πολύ. Συμπαθώ αυτό το ξένο προς εμάς έθιμο. Θα επανέλθω με ανάρτηση για το halloween στο Βανκούβερ.
Και ιδού για τι επρόκειτο! Μια κρεμαστή γέφυρα ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού Capilano.
Η φωτογραφία αυτή ήταν και η μόνη που μπόρεσα να εξασφαλίσω με λίγο κόσμο. Χαμός! Όλοι πόζαραν και όλοι τραβούσαν! Φανταστείτε τι θα γίνεται το καλοκαίρι!
Στέκομαι στη μέση της γέφυρας η οποία ταλαντεύεται γενναία και φωτογραφίζω τον ορμητικό ποταμό και τον μικρό καταράκτη στα δεξιά του. Ο θόρυβος του νερού είναι δυνατός και γύρω η ατμόσφαιρα είναι υγρή με ένα στρώμα λεπτής ομίχλης.
Γύρω μου κινείται συνεχώς ο κόσμος αλλά λίγοι είναι εκείνοι οι οποίοι στέκονται και κατανοούν την ομορφιά του τοπίου. Διεκπεραιωτικά κινούνται και αυτοί, ίσως όχι μόνο τώρα, ίσως όλη τους τη ζωή.
Να τη η γέφυρα από μακριά, ανάμεσα στην ομίχλη που ανεβαίνει από την κοίτη και την περικυκλώνει. Αφού διασχίσαμε τη γέφυρα και βρεθήκαμε απέναντι, είδαμε ότι η βόλτα μόλις αρχίζει. Ένα ειδικά διαμορφωμένο κατηφορικό ξύλινο μονοπάτι ξεκινά και φτάνει μέχρι κοντά στην κοίτη του ποταμού.
Ο αρχηγός στο βάθος στέκεται αναποφάσιστος για τη διαδρομή. Επωφελούμαι της στιγμιαίας απόσπασης της προσοχής του για να τραβήξω φωτογραφίες. Σε λίγο θα γυρίσει, θα με κατακεραυνώσει και θα γαβγίσει "προχώρα, θα νυχτώσει".
Το μονοπάτι είναι στρωμένο με φθινοπωρινά φύλλα. Ο ήχος του νερού μας ακολουθεί παντού και όσο πλησιάζουμε στην κοίτη σκεπάζει τις ομιλίες μας.
Η βόλτα διαρκεί αρκετά και για το λόγο αυτό, από ένα σημείο και μετά υπάρχουν παγκάκια ξεκούρασης. Όλα βρίσκονται σε αρμονία με το τοπίο και είναι σαν καινούργια.
Σε πολλά σημεία της βόλτας μας σε αυτό το πανέμορφο δάσος βλέπουμε τη γέφυρα από άλλη οπτική γωνία.
Διάσπαρτες βρίσκουμε πινακίδες με επεξηγηματικά για την πανίδα του ποταμού και του δάσους. Περιορίζομαι να φωτογραφίζω διότι ούτε λόγος για στάση.
Ξαφνικά ξεπροβάλλει το δεντρόσπιτο. Μπαίνουμε μέσα και φεύγοντας από την άλλη πλευρά βρισκόμαστε σε ένα δαίδαλο από μικρές κρεμαστές γέφυρες που ενώνουν τεράστια δέντρα.
Η μικρή γέφυρα καταλήγει στο δέντρο, με ένα μικρό πλάτωμα. Κι από κει ξεκινάει μια άλλη γέφυρα για ένα άλλο δέντρο.
Έχουμε προχωρήσει πολύ στο δάσος. Η βόλτα αυτή είναι απολαυστική και θέλω να μην τελειώσει ποτέ.
Ώρα για λίγο ρομαντισμό.
Πλησιάζουμε να φτάσουμε στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε τη βόλτα μας. Θα διασχίσουμε ξανά τη γέφυρα και θα βρεθούμε στο μέρος των σουβενίρ. Αμερική ή Καναδάς χωρίς μαγαζιά με σουβενίρ δε γίνεται.
Οι ινδιάνοι μας κοιτούν σκεπτικά. Μέσα υπάρχουν εκατοντάδες πραγματάκια ικανά να αφαιμάξουν ακόμα και το πιο τσιγκούνικο πορτοφόλι.
Ξελαφρωμένοι από αρκετά δολάρια αλλά και γλυκιασμένοι από μερικά είδη σοκολάτας που έφτιαχναν σε ένα μικρό παρασκευαστήριο και τα δοκιμάσαμε, φεύγουμε για την έξοδο.
Στολισμένες κολοκύθες παντού, φυσικό ντεκόρ της εποχής.
Σε μια γωνία υπάρχουν και τα τοτέμ, εκθετικά ενθυμήματα ενός πολιτισμού για πάντα χαμένου.
Κοντά μου τριγυρίζουν δύο υπάλληλοι του πάρκου που φυτεύουν λουλούδια και περιποιούνται το χώρο. Κάνουν τη δουλειά τους αθόρυβα και συζητούν χαμηλόφωνα.
Καθώς σουρουπώνει γρήγορα, ο πάγκος με τις κολοκύθες φωτίζεται.
Για ακόμα μια φορά σκέφτομαι ότι βρίσκομαι σε ένα μέρος που η ομορφιά του αναδεικνύεται πολλαπλάσια με τη φροντίδα και το μεράκι των ανθρώπων που εμπλέκονται. Ανθρώπων που δημιουργούν, διαφυλάττουν και διατηρούν.
Η ιστορία συνεχίζεται ...
3 σχόλια:
Ωραιότατες ξεναγήσεις, γοητευτική πόλη, υπέροχο δάσος!
Τι άλλο να πω; Α, ότι ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΩ ΣΤΟ ΒΑΝΚΟΥΒΕΡ ΤΩΡΑ!
Μόνο διακτινιζόμενος καλέ μου λωτοφάγε, εσύ!
Τώρα με πληγώνεις!
Δημοσίευση σχολίου