Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

ΒΑΝΚΟΥΒΕΡ - ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ GRANVILLE ISLAND


Ετοιμαστείτε για βόλτα στο Granville Island. Τι να φορέσετε? Απλό ντύσιμο θα έλεγα, ίσιο παπούτσι.
Μην πάρετε μαζί σάντουιτς, θα πάμε στη σκεπαστή αγορά και θα φάμε εκεί γλυκάκια.
Θα πάμε κάτω και αριστερά όπως βλέπετε το χάρτη, στο ροζ που λέει Granville island.


Μπαίνουμε στο μικρούλι Aqua Bus που θα μας βγάλει απέναντι. Υπάρχει και η γέφυρα αλλά αυτή είναι μόνο για τα αυτοκίνητα. Από το κέντρο της πόλης (το Downtown), η προκυμαία είναι σε απόσταση ευχάριστου περπατήματος.


Το καραβάκι κάνει 5 λεπτά και αφήνει γρήγορα πίσω του τους ουρανοξύστες του Downtown.


Βγαίνουμε στην προκυμαία.
Μπροστά σας να κοιτάτε μη μου μπουρδουκλωθείτε κι έχουμε άλλα...


Οι γέφυρες εδώ κατασκευάζονται για πλάκα και δεν έχουν, εννοείται, διόδια.


Νάτος και ο συνάδελφος! Ήρθε φαίνεται να με προϋπαντήσει.
Τι χαμπάρια? Μια χαρά σε βλέπω εδώ εσένα. Χοντρό και πιτσιλωτό!


Δεξιά μας η σκεπαστή αγορά με τα τρόφιμα.
Στον περίβολο της αγοράς ο καιρός ευνοεί τα τραγούδια.
Στους γύρω ξύλινους πάγκους κάθεται ο κόσμος και χαζεύει.


Οι κίτρινες λαχταριστές ντομάτες μου φέρνουν στο μυαλό εκείνο το παλιό βιβλίο "Πράσινες τηγανητές ντομάτες". Θυμάμαι τότε μου είχε κάνει πολύ εντύπωση ο τίτλος του και θυμάμαι ακόμα ότι ήταν ωραίο βιβλίο. 


Η αγορά είναι πολύχρωμη και πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του Lonsdale. Βέβαια και ο κόσμος είναι περισσότερος μια και το νησάκι είναι πόλος έλξης των πάντων.


Το Halloween έχει απλώσει τους ιστούς του και μέσα στην αγορά. Στολισμένες οι προθήκες με φαντασματάκια και μάγισσες.


Τα γλυκά που σας έλεγα. Αυτά είναι για το σπίτι.  Έχει και παραδίπλα, μη βιάζεστε να διαλέξετε.


Αυτά είναι για τοπική κατανάλωση. Το ρινικό μου ραντάρ συλλαμβάνει και μια λαχταριστή μυρωδιά καφέ κάπου εκεί κοντά. 


Φρέσκα ζυμαρικά με γέμιση των ονείρων σας ή σκέτα.
Εσείς κινητοποιείστε τη φαντασία σας για τη σάλτσα!


Δίπλα στις μοτσαρέλες είναι τα τοπ μοντέλα της αγοράς : οι ελιές Καλαμών! Όχι παίζουμε! Εξαγόμεθα κύριοι, εξαγόμεθα στα μακρινά πέρατα!


Φιλέτα του Ειρηνικού, έτοιμα καθαρισμένα και επί παραγγελία...
Τι ψάρι θέλετε? Πείτε το, θα το βρούμε εδώ.


Αφού χόρτασαν τα μάτια μας χρώματα και οι ουρανίσκοι μας θεϊκές σοκολατένιες γεύσεις, ξεκινάμε τη βόλτα γύρω από το νησάκι.


Φθινοπωρινά φύλλα κάτω ...


... και πάνω. Είκοσι περίπου μέρες διαρκεί στο Βανκούβερ η πανδαισία των κόκκινων και κίτρινων φύλλων.  


Οικογένειες με μικρά παιδιά βρίσκουν την ευκαιρία λόγω του ευχάριστου καιρού να κάνουν βόλτα στο μικρό πράσινο νησάκι. 


Η μικρή λίμνη έχει ψάρια και πάπιες, κάτι πάπιες θεόχοντρες από το πολύ φαγητό.


Φεύγουμε από την άλλη μεριά για να πάμε προς τα μαγαζιά. Στο νησάκι έχουν τη βάση τους αρκετές γκαλερί και καταστήματα με χειροποίητα αντικείμενα. 


Νάτος και ο ημι-ντυμένος ελέφας. Ζεστός ο καιρός, άναψε το καρναβάλι!
Ο πατέρας τον κυνηγάει στωικά πέρα δώθε, ευελπιστώντας να τον εξοντώσει και να πέσει ξερός για ύπνο το μεσημέρι!


Πριγκίπισσα με μπουφάν αντί για γούνα όπως θα άρμοζε, περιμένει τη μαμά της έξω από τις τουαλέτες. Η δύστυχη μητέρα δίνει μέσα μια ηρωική μάχη για να σηκώσει τα βρακιά της αδελφής της πριγκίπισσας. 


Χαιρετώ τους συναδέλφους και κατευθύνομαι προς το καραβάκι.


Τραβάω μια τελευταία φωτογραφία του ομορφότερου πάρκινγκ που έχω δει στη ζωή μου. Το κόκκινο πάρκινγκ.
Ξάφνου δίπλα μου ξεφυτρώνει ένας νεαρός Καναδός, με κοιτάζει που αγωνίζομαι να συνταιριάξω τσάντες, μηχανή, μπουφάν, λέει "nice idea", βγάζει από την τσέπη του ένα σούπερ ντούπερ κινητό, παίρνει μια ίδια φωτογραφία με τη δική μου, μου χαμογελάει και φεύγει.
'Ηταν τόσο εύκολο να δείξω σε κάποιον την αληθινή ομορφιά της ζωής? 


Στο ξενοδοχείο βγάζω από την τσέπη μου το προσεκτικά τυλιγμένο σοκολατάκι μου και το αφήνω στο περβάζι. Να το φάω να μην το φάω?
Το αφήνω για μια δύσκολη στιγμή.

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

ΒΟΡΕΙΟ ΒΑΝΚΟΥΒΕΡ - ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΓΕΦΥΡΑ


Μπαίνουμε στο Seabus από το Waterfront Station στο Downtown και βάζουμε πλώρη για απέναντι.
Αφήνουμε πίσω τους ουρανοξύστες και το συνεδριακό κέντρο - καράβι που φαίνεται στα αριστερά. Το κρύο είναι τσουχτερό και ο ουρανός μουστρούφης. 


Με τον αέρα να μας σπρώχνει, κατευθυνόμαστε, από την αποβάθρα και τα καλοσωρίσματα, στη σκεπαστή αγορά Lonsdale Quay.
Ονειρεύομαι ένα ζεστό καφέ εκεί μέσα ... Με το όνειρο έμεινα όλη μέρα.


Στο ισόγειο βρίσκονται τα φρέσκα τρόφιμα και λαχανικά (καθώς και οι καφέδες), στον πρώτο όροφο, από όπου η πανοραμική θέα, τα μαγαζιά και παραπάνω το αίθριο. Σε μια πόλη με τόσο βαρύ χειμώνα όλα είναι σκεπαστά ή υπόγεια.


Φρουτοσαλατομπάρ με ένα σωρό φρούτα έτοιμα για κατανάλωση.
Αυτά θα έπρεπε να τρώνε ορισμένοι και όχι να έχουν το νου τους στους καφέδες.


Φιλέτα φρέσκων ψαριών του Ειρηνικού. Από την προθήκη στην ψηστιέρα.


Είχα κι αυτόν τον φουκαριάρη να μου σπαράζει την καρδιά όλη μέρα.
Μέχρι να φύγουμε πηγαινοερχόμουν να βλέπω αν τον αγόρασε κανείς.


Πήραμε το λεωφορείο της γραμμής για να πάμε εκεί που είχε προ-σχεδιάσει ο εκλεγμένος (με δημοκρατικές διαδικασίες) αρχηγός της εκδρομής.
Είναι η βδομάδα του Halloween και τα σπίτια είναι στολισμένα με κολοκύθες και φαντασματάκια. Η διαδρομή με το λεωφορείο είναι όμορφη. Περνάμε από γειτονιές με μονοκατοικίες και περιποιημένους κήπους.   


Η πρώτη στάση μας είναι για να πάρουμε το τελεφερίκ για το βουνό Grouse Mountain.
Το Βανκούβερ φημίζεται ως η πόλη που μπορείς την ίδια μέρα να κάνεις σκι, να κολυμπήσεις στον ωκεανό και να παίξεις γκολφ.
Οι υποδομές του βουνού είναι πολλές και για όλα τα γούστα. Ο καιρός όμως δεν ήταν σύμμαχος μας. Βαριά σύννεφα έκρυβαν την κορυφή του βουνού, το κρύο ήταν τσουχτερό και το εισιτήριο του τελεφερίκ ομοίως. Είπαμε να το αφήσουμε για την επόμενη φορά μια και η θέα της πόλης και του ωκεανού δε θα ήταν η αναμενόμενη.


Ξαναγυρίζουμε στη στάση του λεωφορείου για να συνεχίσουμε την εκδρομή.
Το τοπίο γύρω μας είναι καταπράσινο και πολύ περιποιημένο. Το ανθρώπινο χέρι έχει φροντίσει να είναι όλα καθαρά και σε αρμονία με το μάτι.
Εκείνο που στη χώρα μας βλέπω να γίνεται διεκπεραιωτικά, με εμφανή δυσανασχέτηση, γρήγορα και τσαπατσούλικα για να τελειώνει και να ακολουθήσει μια παρατεταμένη ξεκούραση, εδώ θεωρείται αυτονόητο να γίνει σωστά, με αληθινή και όχι αληθοφανή φροντίδα και, γιατί όχι, με αγάπη.
     

Το τελεφερίκ ξεπροβάλλει για να πάρει τους λίγους ταξιδιώτες για την κορυφή. Είναι κυρίως παπούδες και γιαγιάδες με εγγόνια προσχολικής ηλικίας που τα πάνε επάνω για να παίξουν. Επωφελούνται από τα μειωμένα εισιτήρια του κράτους για τους άνω των 65 και τις κάρτες για συχνές αναβάσεις στο χώρο αναψυχής του βουνού, που ισχύουν για τους κατοίκους της πόλης.
Όλα είναι σχεδιασμένα στην πόλη για να μπορεί ο καθένας να απολαμβάνει τη φύση εύκολα και γρήγορα. Το κράτος έχει κάνει, με τα μέσα που διαθέτει, τον κάθε κάτοικο αυτάρκη, έτσι ώστε να έχει εύκολη πρόσβαση σε όλα τα μέρη είτε είναι υγιής είτε άτομο με ειδικές ανάγκες.


Το τελεφερίκ συνεχίζει το ταξίδι του κι εμείς παίρνουμε το λεωφορείο για την κρεμαστή γέφυρα. Βιαζόμαστε λίγο γιατί η ώρα έχει περάσει και το σούρουπο καταφθάνει. Το κρύο χειροτερεύει και ο αρχηγός διατείνεται ότι η γέφυρα κλείνει όταν ο καιρός χαλάει. Τα δύο μέλη της παρέας σκύβουν πειθήνια το κεφάλι στον αρχηγό και ακολουθούν.


Βρισκόμαστε στην είσοδο και ακόμη δεν ξέρω περί τίνος πρόκειται.
Το ταξίδι αυτό ήταν ένα από τα λίγα που δεν είχα ιδίαν απόψη για την οργάνωση του. Τα άφησα όλα, εσκεμμένα, στον αρχηγό και αποφάσισα να μην κουράσω τον εγκέφαλο μου με λεπτομέρειες.
   

Η φθινοπωρινή διακόσμηση για το Halloween ξεκινάει από τα εκδοτήρια, την είσοδο και επεκτείνεται σε όλο το χώρο πριν από τη γέφυρα. Τα γελαστά κουκλάκια από χόρτο μου αρέσουν πολύ. Συμπαθώ αυτό το ξένο προς εμάς έθιμο. Θα επανέλθω με ανάρτηση για το halloween στο Βανκούβερ. 


Και ιδού για τι επρόκειτο! Μια κρεμαστή γέφυρα ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού Capilano.
Η φωτογραφία αυτή ήταν και η μόνη που μπόρεσα να εξασφαλίσω με λίγο κόσμο. Χαμός! Όλοι πόζαραν και όλοι τραβούσαν! Φανταστείτε τι θα γίνεται το καλοκαίρι!
    

Στέκομαι στη μέση της γέφυρας η οποία ταλαντεύεται γενναία και φωτογραφίζω τον ορμητικό ποταμό και τον μικρό καταράκτη στα δεξιά του. Ο θόρυβος του νερού είναι δυνατός και γύρω η ατμόσφαιρα είναι υγρή με ένα στρώμα λεπτής ομίχλης.
Γύρω μου κινείται συνεχώς ο κόσμος αλλά λίγοι είναι εκείνοι οι οποίοι στέκονται και κατανοούν την ομορφιά του τοπίου. Διεκπεραιωτικά κινούνται και αυτοί, ίσως όχι μόνο τώρα, ίσως όλη τους τη ζωή.


Να τη η γέφυρα από μακριά, ανάμεσα στην ομίχλη που ανεβαίνει από την κοίτη και την περικυκλώνει. Αφού διασχίσαμε τη γέφυρα και βρεθήκαμε απέναντι, είδαμε ότι η βόλτα μόλις αρχίζει. Ένα ειδικά διαμορφωμένο κατηφορικό ξύλινο μονοπάτι ξεκινά  και φτάνει μέχρι κοντά στην κοίτη του ποταμού.


Ο αρχηγός στο βάθος στέκεται αναποφάσιστος για τη διαδρομή. Επωφελούμαι της στιγμιαίας απόσπασης της προσοχής του για να τραβήξω φωτογραφίες. Σε λίγο θα γυρίσει, θα με κατακεραυνώσει και θα γαβγίσει "προχώρα, θα νυχτώσει".  


Το μονοπάτι είναι στρωμένο με φθινοπωρινά φύλλα. Ο ήχος του νερού μας ακολουθεί παντού και όσο πλησιάζουμε στην κοίτη σκεπάζει τις ομιλίες μας.


Η βόλτα διαρκεί αρκετά και για το λόγο αυτό, από ένα σημείο και μετά υπάρχουν παγκάκια ξεκούρασης. Όλα βρίσκονται σε αρμονία με το τοπίο και είναι σαν καινούργια.


Σε πολλά σημεία της βόλτας μας σε αυτό το πανέμορφο δάσος βλέπουμε τη γέφυρα από άλλη οπτική γωνία.


Διάσπαρτες βρίσκουμε πινακίδες με επεξηγηματικά για την πανίδα του ποταμού και του δάσους. Περιορίζομαι να φωτογραφίζω διότι ούτε λόγος για στάση.  


Ξαφνικά ξεπροβάλλει το δεντρόσπιτο. Μπαίνουμε μέσα και φεύγοντας από την άλλη πλευρά βρισκόμαστε σε ένα δαίδαλο από μικρές κρεμαστές γέφυρες που ενώνουν τεράστια δέντρα.


Η μικρή γέφυρα καταλήγει στο δέντρο, με ένα μικρό πλάτωμα. Κι από κει ξεκινάει μια άλλη γέφυρα για ένα άλλο δέντρο.


Έχουμε προχωρήσει πολύ στο δάσος. Η βόλτα αυτή είναι απολαυστική και θέλω να μην τελειώσει ποτέ.
  

Ώρα για λίγο ρομαντισμό.


Πλησιάζουμε να φτάσουμε στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε τη βόλτα μας. Θα διασχίσουμε ξανά τη γέφυρα και θα βρεθούμε στο μέρος των σουβενίρ. Αμερική ή Καναδάς χωρίς μαγαζιά με σουβενίρ δε γίνεται. 


Οι ινδιάνοι μας κοιτούν σκεπτικά. Μέσα υπάρχουν εκατοντάδες πραγματάκια ικανά να αφαιμάξουν ακόμα και το πιο τσιγκούνικο πορτοφόλι.


Ξελαφρωμένοι από αρκετά δολάρια αλλά και γλυκιασμένοι από μερικά είδη σοκολάτας που έφτιαχναν σε ένα μικρό παρασκευαστήριο και τα δοκιμάσαμε, φεύγουμε για την έξοδο.


Στολισμένες κολοκύθες παντού, φυσικό ντεκόρ της εποχής.


Σε μια γωνία υπάρχουν και τα τοτέμ, εκθετικά ενθυμήματα ενός πολιτισμού για πάντα χαμένου. 


Κοντά μου τριγυρίζουν δύο υπάλληλοι του πάρκου που φυτεύουν λουλούδια και περιποιούνται το χώρο. Κάνουν τη δουλειά τους αθόρυβα και συζητούν χαμηλόφωνα.


Καθώς σουρουπώνει γρήγορα, ο πάγκος με τις κολοκύθες φωτίζεται.
Για ακόμα μια φορά σκέφτομαι ότι βρίσκομαι σε ένα μέρος που η ομορφιά του αναδεικνύεται πολλαπλάσια με τη φροντίδα και το μεράκι των ανθρώπων που εμπλέκονται. Ανθρώπων που δημιουργούν, διαφυλάττουν και διατηρούν.
Η ιστορία συνεχίζεται ...